- ἐπιστολικοί
- ἐπιστολικόςsuited to a lettermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστολικός — ή, ό (AM ἐπιστολικός, ή, όν) [επιστολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή 2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης») 3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος»,… … Dictionary of Greek
Κορυδαλλεύς, Θεόφιλος — (Αθήνα 1570 – 1646). Φιλόσοφος και κληρικός. Το αρχικό του επώνυμο ήταν Σκορδαλλός, ενδεικτικό της καταγωγής του από τον ομώνυμο –τότε– αθηναϊκό συνοικισμό, τον σημερινό Κορυδαλλό. Σπούδασε στην Αθήνα, αργότερα στο, υπό παπικό έλεγχο, Ελληνικό… … Dictionary of Greek